Οικονομία

Στα 40 δισ. υπολογίζεται η παραοικονομία

Σε περίπου 16%-18% του ΑΕΠ είπε την Τρίτη ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς, ότι υπολογίζει την παραοικονομία με βάση τα στοιχεία του 2023, κάτι που σημαίνει ότι ήταν περίπου 40 δισ. ευρώ.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αυτή η εκτίμηση, την οποία διατύπωσε απαντώντας σε ερώτηση κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου, είναι συμβατή με τα δεδομένα για το δηλωθέν εισόδημα της συγκεκριμένης χρονιάς, 110 δισ. ευρώ, και την κατανάλωση, που ήταν 151 δισ. ευρώ.

Πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε κάνει ανάλογη εκτίμηση για την παραοικονομία στο 16% του ΑΕΠ, ενώ ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης είχε πει στις αρχές του μήνα, σε ομιλία του στο Παρίσι, ότι βρίσκεται στο 15% του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τα στοιχεία που επικαλείται το Ταμείο δείχνουν ότι έχει σημειώσει σημαντική υποχώρηση από το 30% του ΑΕΠ που βρισκόταν το 2013. Στις αρχές της δεκαετίας του 2020 υπολογίζεται ότι είχε συγκρατηθεί στο 20%-21% του ΑΕΠ. Η συρρίκνωση της παραοικονομίας συνδέεται με την αύξηση των εσόδων ΦΠΑ και συνολικότερα των φορολογικών εσόδων. Ο κ. Τσουκαλάς είπε χθες ότι το κενό ΦΠΑ ενδέχεται να είναι τώρα κάτω από 10% του ΑΕΠ, από 13,5% το 2022, με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. που είναι 7% του ΑΕΠ. Σημείωσε ότι αυτή τη στιγμή τα έσοδα από ΦΠΑ κινούνται με ρυθμό αύξησης 9% έναντι στόχου προϋπολογισμού για 4,5%. Εφόσον φθάσουν στον μέσο όρο της Ε.Ε., κάτι που δεν αποκλείεται να γίνει και εντός του 2025, τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν κατά 1 δισ. ευρώ, δημιουργώντας πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για φοροελαφρύνσεις, το 2027.

Κατά τον κ. Τσουκαλά, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε φορολογικές ελαφρύνσεις για μισθωτούς, αναφέροντας ότι ο ανώτατος συντελεστής 44% επιβάλλεται σε πολύ χαμηλό εισόδημα, 40.000 ευρώ, ενώ το «σκαλοπάτι» μεταξύ του χαμηλού συντελεστή 9% (σ.σ. για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ) και του αμέσως επόμενου 22% πρέπει να ομαλοποιηθεί. Τάχθηκε για άλλη μία φορά κατά της αλλαγής στους έμμεσους φόρους, λέγοντας ότι θα πάνε στις τσέπες των επιχειρήσεων, και υποστήριξε ότι μετά τις φοροελαφρύνσεις, αυτό που πρέπει να γίνει είναι η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων. Στη σκιά της συνεχιζόμενης ρητορικής περί επιβολής δασμών και της πρόσφατης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, το Γραφείο αναθεώρησε, στην έκθεσή του, ελαφρώς προς τα κάτω την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης, εκτιμώντας ότι θα διαμορφωθεί στο 2,2%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 2,3%, όπως προβλέπουν κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος.

Η έκθεση αναφέρεται σε μια χρονιά «ασυνήθιστα υψηλής γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας», με χαρακτηριστικά που «αν διατηρηθούν ή και ενταθούν, απειλούν με ένα νέο πληθωριστικό κύμα και επιβράδυνση της ανάπτυξης».

Σε αυτό το περιβάλλον υποστηρίζει ότι «η ελληνική οικονομία διατηρεί την ανοδική της πορεία με οδηγό τις καλές δημοσιονομικές επιδόσεις και την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών».

Η έκθεση κάνει ειδική αναφορά στην ανάγκη επιτάχυνσης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Σε καθυστερήσεις του Π∆Ε και στην απόφαση του ΣΤΕ για τον ΝΟΚ απέδωσε ο κ. Τσουκαλάς σε μεγάλο βαθμό τη μείωση των επενδύσεων το α΄ τρίμηνο, ωστόσο πρόσθεσε και ότι «δεν έχουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις που θα θέλαμε» και ότι ειδικά για φέτος η διεθνής αβεβαιότητα δεν βοηθάει, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χάσουμε ούτε λεπτό από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Π∆Ε. Οπως σημειώνεται στην έκθεση, «η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μέσω επενδύσεων, καινοτομίας και παραγωγικότητας της οικονομίας είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για τη σύγκλιση του εισοδήματος των πολιτών της χώρας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τη διατήρηση ισχυρής ανάπτυξης και μετά το 2026».

Ο κ. Τσουκαλάς εξέφρασε, εξάλλου, ανησυχία για τον πληθωρισμό. «Ο πληθωρισμός παραμένει ανθεκτικός, αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη», τόνισε.

close menu