Η ενεργοποίηση των πόρων από το Recovery and Resilience Facility (RRF) έδινε την υπόσχεση για σύγχρονη και άμεση μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε νέο παραγωγικό μοντέλο, τόσο στον τομέα της Παραγωγής όσο και στην ψηφιακή ετοιμότητα των Επιχειρήσεων. Ωστόσο, τα διαθέσιμα στατιστικά δείχνουν ότι αυτές οι μεταβολές παραμένουν χωρίς να είναι ολοκληρωμένες και η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναφορικά με το παραγωγικό μοντέλο, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια είναι συγκριτικά μέτρια. Για παράδειγμα, η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής το 2022 ήταν μόλις +2,2 % σε ετήσια βάση, έναντι +10,1 % το 2021. Παράλληλα, η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 7,8 % το 2019 σε 9,1 % το 2024, μια πολύ περιορισμένη αλλαγή που δεν υποδηλώνει ουσιαστικό μετασχηματισμό. Η ελληνική οικονομία παραμένει δέσμια του Τουρισμό, τις Υπηρεσιών, τις εισαγωγές κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, διατηρώντας ένα μοντέλο προστιθέμενης αξίας κάτω του μετρίου και πολύ χαμηλής τεχνολογικής έντασης.
Στον Ψηφιακό Εκσυγχρονισμό των Επιχειρήσεων, τα στοιχεία είναι ακόμη πιο ανησυχητικά. Το 2023 μόνο το 43,3 % των ΜΜΕ στην Ελλάδα είχαν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι 57,7 % κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. Ο δείκτης ψηφιακής έντασης δείχνει ότι το 56,2 % των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκονται σε πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο, ποσοστό από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Η κάλυψη του πληθυσμού με βασικές ψηφιακές δεξιότητες είναι μόλις 52,4 % έναντι 55,6 % στην Ευρώπη. Επιπλέον, η χρήση προηγμένων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, παραμένει περιορισμένη, με μόλις 18 % των επιχειρήσεων να διαθέτουν ισχυρές ικανότητες ΑΙ.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι ο στόχος μεταβολής του παραγωγικού και ψηφιακού μοντέλου της χώρας δεν επιτυγχάνεται στο χρόνο των κυβερνητικών σχεδιασμών. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί και έχουν άμεση σχέση με τη δομική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Εκεί έχουμε την υπεροχή μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που καθιστά δύσκολες τις επενδύσεις σε τεχνολογία και καινοτομία. Παρά τους διαθέσιμους πόρους του RRF, η Ελλάδα κινείται προς τον εκσυγχρονισμό μόνο επιφανειακά και με βραδύ ρυθμό και δίχως ουσιαστική αλλαγή των παραγωγικών της δομών.
Συμπερασματικά, οι πόροι και οι δράσεις του RRF, όσο σημαντικοί κι αν είναι, δεν επαναπροσδιόρισαν το θεμελιώδες παραγωγικό μοντέλο της χώρας ούτε επιτάχυναν τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων σε βαθμό που να συγκλίνει σαφώς η Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Χωρίς στρατηγική αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο, στοχευμένες επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία και ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων, οι φιλόδοξοι στόχοι του RRF θα παραμείνουν κατά κανόνα θεωρητικές και η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα και καινοτομία.
