Η Schneider Electric, παρουσίασε μια νέα ερευνητική έκθεση που αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο του εξηλεκτρισμού στο μέλλον της Ευρώπης. Αυτή τη στιγμή, το ποσοστό εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη ανέρχεται μόλις στο 21% — ένα ποσοστό που δεν έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία και υπολείπεται κατά 10% της Κίνας, όπου η μετάβαση στον εξηλεκτρισμό προχωρά με ταχείς ρυθμούς. Την ίδια στιγμή, το κόστος ενέργειας για τα νοικοκυριά στην ΕΕ ανέρχεται στα 0,27 ευρώ ανά kWh, ενώ στις ΗΠΑ είναι 0,15 ευρώ και στην Κίνα 0,08 ευρώ ανά kWh — γεγονός που καθιστά το κόστος της καθημερινής κατανάλωσης ενέργειας για κάθε Ευρωπαίο πολίτη τριπλάσιο σε σχέση με τους Κινέζους πολίτες.
Η έκθεση με τίτλο «Europe energy security and competitiveness – supercharging electrification» αποκαλύπτει ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να εξοικονομεί έως και 250 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, έως το 2040 μέσω της επιτάχυνσης του εξηλεκτρισμού. Το ενεργειακό τρίλημμα — δηλαδή η ισορροπία μεταξύ κόστους, ασφάλειας και βιωσιμότητας — παραμένει, καθώς η αυξημένη εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα διατηρεί το κόστος σε υψηλά επίπεδα και απομακρύνει τους στόχους βιωσιμότητας.
Παρόλα αυτά, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ έχουν μειωθεί κατά 37% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Με τον εξηλεκτρισμό να αποτελεί τη λύση στο ενεργειακό τρίλημμα, η έρευνα επισημαίνει, ότι ο ρυθμός και η πρόοδος του εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα. Αυτό οφείλεται σε παράγοντες, όπως οι διαφορές στις υποδομές, στις
πολιτικές, στην ωριμότητα των αγορών και στην αποδοχή από τους καταναλωτές.
Ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Σκανδιναβίας, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε τομείς, όπως οι μεταφορές και τα κτίρια, ενώ άλλες βρίσκονται ακόμα στα αρχικά στάδια ενίσχυσης των προσπαθειών τους. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης εμφανίζουν συχνά υψηλότερα ποσοστά εξηλεκτρισμού των κτιρίων, ενώ στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη παρατηρείται αυξημένη επένδυση στη βιομηχανική ηλεκτροκίνηση και στις πρωτοβουλίες των παραγωγών-καταναλωτών (prosumers). Για να παραμείνει η Ευρώπη ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο, η ήπειρος πρέπει να επιταχύνει τη μετάβασή της σε έναν πιο πράσινο, εξηλεκτρισμένο κόσμο.
Η έκθεση εντοπίζει μια σειρά από κρίσιμους πολιτικούς μοχλούς που πρέπει να ενεργοποιηθούν.
Αρχικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οφείλουν να μειώσουν τη διαφορά τιμής μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καταργώντας σταδιακά τις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα και μεταρρυθμίζοντας τη φορολογία ενέργειας, ώστε να ενθαρρύνεται η χρήση καθαρής ενέργειας.
Εξίσου σημαντική είναι και η επιτάχυνση της χρηματοδότησης — μέσω της απλοποίησης της πρόσβασης σε επενδύσεις, της παροχής στοχευμένων κινήτρων (ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ΜΜΕ) και της διοχέτευσης των εσόδων από τα συστήματα εμπορίας εκπομπών και τα ταμεία καινοτομίας για έργα εξηλεκτρισμού.
Η έκθεση τονίζει, επίσης, τη σημασία της δημιουργίας ισχυρών τοπικών αγορών, γεγονός που περιλαμβάνει την υποχρεωτική εφαρμογή λύσεων εξηλεκτρισμού σε νέα κτίρια και βιομηχανικές διαδικασίες, την υποστήριξη της ταχείας εγκατάστασης αντλιών θερμότητας και ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς και την ενίσχυση των πρωτοβουλιών των prosumers.
Τέλος, η προώθηση της τοπικής ανάπτυξης μέσω βιώσιμων δημόσιων προμηθειών, της ταχείας θέσπισης προτύπων και της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής καινοτομίας και βιομηχανικής παραγωγής θα διασφαλίσει, ότι τα οικονομικά και εργασιακά οφέλη του εξηλεκτρισμού θα γίνουν αισθητά σε ολόκληρη την ήπειρο.
Σχολιάζοντας την έρευνα, ο Laurent Bataille, Executive Vice President Ευρώπης της Schneider Electric, δήλωσε: «Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία από τις πιο ολοκληρωμένες αναλύσεις μέχρι σήμερα σχετικά με τον εν δυνάμει εξηλεκτρισμό της Ευρώπης και τις πολιτικές δράσεις που απαιτούνται για την υλοποίησή του. Υπογραμμίζει, ότι ο εξηλεκτρισμός
είναι ζωτικής σημασίας – όχι μόνο για την επίτευξη των κλιματικών μας στόχων, αλλά και για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, της ενεργειακής ανεξαρτησίας και της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Η Ευρώπη πρέπει να απεγκλωβιστεί άμεσα από τη στασιμότητα του εξηλεκτρισμού. Η τεχνολογία υπάρχει, είναι έτοιμη για εφαρμογή. Τώρα χρειάζεται οι πολιτικές να δημιουργήσουν τα κατάλληλα κίνητρα και οι επιχειρήσεις να προχωρήσουν στην υλοποίηση, ώστε να επιτύχουμε τα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη που χρειαζόμαστε σήμερα».
