Νομοθεσία

Ποινές “χάδι” για διαγραφή και αλλοίωση ψηφιακών δεδομένων προτείνει το υπουργείο Δικαιοσύνης

Ποινές «χάδια» σε όσους χωρίς δικαίωμα, διαγράφουν, καταστρέφουν, αλλοιώνουν ή αποκρύπτουν ψηφιακά δεδομένα συστημάτων πληροφοριών, προβλέπει νομοσχέδιο που έδωσε σε διαβούλευση το υπουργείο Δικαιοσύνης και το οποίο προβλέπει πως η ποινική δίωξη για τα συγκεκριμένα εγκλήματα θα γίνεται μόνον μετά από έγκληση και όχι αυτεπάγγελτα από τις εισαγγελικές αρχές.

Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών, έρχεται να επαναφέρει τρία χρόνια μετά αναχρονιστικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (381Α και 381Β) που είχαν καταργηθεί με τον νόμο 4619/2019. Μεταξύ άλλων προβλέπει ένα νέο άρθρο, το άρθρο 379 που θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που ψηφιακά δεδομένα έχουν διαγράφει, καταστραφεί, αλλοιωθεί ή αποκρυφθεί. Το εν λόγω άρθρο αναφέρει τα εξής:

«Άρθρο 379

Φθορά ψηφιακών δεδομένων

Όποιος, χωρίς δικαίωμα, διαγράφει, καταστρέφει, αλλοιώνει ή αποκρύπτει ψηφιακά δεδομένα ενός συστήματος πληροφοριών, καθιστά ανέφικτη τη χρήση τους ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκλείει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Η πράξη της παρ. 1 τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή, αν επλήγη μεγάλος αριθμός πληροφοριακών συστημάτων και η πράξη τελέστηκε με τη χρήση εργαλείου που έχει σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για τον σκοπό αυτό, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες και ιδίως μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων, ή αν τελέστηκε κατά πληροφοριακών συστημάτων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες. Ως ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες νοούνται ιδίως η εθνική άμυνα, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια.
Με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1 κατασκευάζει, κατέχει, εισάγει ή διαθέτει: α) συσκευές ή πληροφοριακά συστήματα, πρωτίστως σχεδιασμένα ή ειδικά προσαρμοσμένα για τον σκοπό της διάπραξης του εγκλήματος της παρ. 1 ή β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση τις παραπάνω συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή ή δεδομένα πριν τα χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος του προηγούμενου εδαφίου».
Η ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης ενέταξε ξανά τα σχετικά εγκλήματα στα κατ΄εγκλήση διωκόμενα και όχι στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 15 του υπό διαβούλευσή νομοσχεδίου που τιτλοφορείται «Γενική διάταξη – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 381 ΠΚ (άρθρο 5 και παρ. 2 και 3 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)», συμπεριλαμβάνει στα αδικήματα για τα οποία απαιτείται έγκληση και τη φθορά ψηφιακών δεδομένων.

Εδώ γεννούνται ερωτήματα και για την εργασία της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του υπουργείου Δικαιοσύνης, καθώς η Κοινοτική Οδηγία 2019/713 δεν κάνει καμία απολύτως αναφορά στα θέματα της φθοράς ψηφιακών δεδομένων και ειδικά στην μη δυνατότητα των εισαγγελέων να διώκουν αυτεπάγγελτα τα σχετικά εγκλήματά. Με απλά λόγια είναι κάτι που με δική της πρωτοβουλία ενέταξε η κυβέρνηση στο σχέδιο νόμου.

Αν μετά τη διαβούλευση του νομοσχεδίου και την κοινοβουλευτική διαδικασία η κατ΄εγκλήση δίωξη των συγκεκριμένων αδικημάτων δεν αλλάξει, τότε οι καταναλωτές, θα μείνουν ξανά απροστάτευτοι, κάτι που άλλωστε συνέβαινε και με τον παλιό Ποινικό Κώδικα.

Καθώς σήμερα τα συστήματα πληροφοριών και ειδικά εκείνα που αποτελούν μέρος υποδομών που προμηθεύουν τους καταναλωτές με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες ανήκουν σε πολυεθνικές επιχειρήσεις ή τράπεζες ή μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, η πρόβλεψη του νόμου να μην διώκονται αυτεπάγγελτα οι εμπλεκόμενοι στη φθορά πληροφοριακών συστημάτων, θα αναγκάζει τους πολίτες να στρέφονται οι ίδιοι απέναντι σε μεγάλες επιχειρηματικές οντότητες, με το συσχετισμό δυνάμεων να μην τους ευνοεί.

Τέλος, το γεγονός ότι οι διατάξεις του προγενέστερου Ποινικού Κώδικα για την δίωξη όσων χωρίς δικαίωμα, διαγράφουν, καταστρέφουν, αλλοιώνουν ή αποκρύπτουν ψηφιακά δεδομένα συστημάτων πληροφοριών έχουν «ανασταλεί» για σχεδόν τρία χρόνια – από την ψήφιση του 4619/2019 έως σήμερα- αυτό σημαίνει πως όλες οι σχετικές υποθέσεις έχουν καταστεί ενδιάμεσα προβληματικές στην ποινική τους μεταχείριση.

close menu