Έρευνες - Μελέτες

διαΝΕΟσις: Τι πιστεύουν οι νέοι στην Ελλάδα

Τι πιστεύουν οι νέοι; Ποιες είναι οι αντιλήψεις τους για ζητήματα όπως η Ευρώπη, τα μνημόνια, η οικονομία, η πολιτική, το μεταναστευτικό, η πανδημία και οι συνέπειες του πολέμου; Σε τι διαφέρουν (αν διαφέρουν) από τις αντιλήψεις των μεγαλύτερων σε ηλικία;

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, εξετάζοντας τα ευρήματα των ερευνών της διαΝΕΟσις “Τι Πιστεύουν οι Έλληνες”. Η εξέταση των αντιλήψεων των νέων για την Ευρώπη, την οικονομία, την πολιτική, το μεταναστευτικό και τον πόλεμο βασίστηκε στις έρευνες που διενεργήθηκαν σε δύο κύματα, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2022 από την εταιρεία ερευνών Μarc για λογαριασμό της διαΝΕΟσις. Για το θέμα των μνημονίων αξιοποιήθηκαν τα ευρήματα από την αντίστοιχη έρευνα που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 2019. Επίσης, για το θέμα της πανδημίας η ανάλυση βασίστηκε τόσο στα στοιχεία της έρευνας για την “Πανελλαδική Έρευνα Κοινής Γνώμης για την Πανδημία του Κορωνοϊού” που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021 από τη διαΝΕΟσις, όσο και σε εκείνα των ερευνών του 2022. Σε όλες τις περιπτώσεις η μελέτη εστιάζει στα δημοσκοπικά ευρήματα που αφορούν στη νεότερη γενιά και ειδικότερα σε πολίτες από 17 έως 24 και από 25 έως 39 ετών, δεδομένης της ηλικιακής ομαδοποίησης που ακολουθήθηκε κατά την πραγματοποίηση των ερευνών.

Η εικόνα που αναδύεται για τις αντιλήψεις των νεότερων είναι σύνθετη κι εν μέρει αντιφατική. Από τη μία πλευρά, εμφανίζονται (σε επίπεδο γενικού προσανατολισμού) ευρωπαϊστές, πολιτικά μετριοπαθείς, οικονομικά και κοινωνικά φιλελεύθεροι. Από την άλλη, επιζητούν την εργασιακή ασφάλεια, επιθυμούν αυστηρότερη αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, είναι επιφυλακτικοί έναντι της επιστήμης και των εμβολίων, αποφεύγουν την ενεργό συμμετοχή στα κοινά και δυσπιστούν έναντι του πολιτικού συστήματος. Επίσης ανησυχούν έντονα για τον πόλεμο επιρρίπτοντας μεγαλύτερη ευθύνη στη Ρωσία και υποστηρίζοντας ταυτόχρονα την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής. Γενικότερα φαίνεται πως οι επιπτώσεις των αλλεπάλληλων κρίσεων των τελευταίων 13 ετών -σε οικονομία, μετανάστευση, υγεία, εξωτερική πολιτική και τώρα πάλι οικονομία- έχουν επηρεάσει αρνητικά τις οικονομικές προσδοκίες εντείνοντας το έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης των νεότερων. Υπό αυτή την έννοια, η ανασύσταση της σχέσης εμπιστοσύνης με το πολιτικό σύστημα αναδεικνύεται σε πρώτη προτεραιότητα για τις πολιτικές δυνάμεις.  

Εισαγωγή

Το ζήτημα των νέων απασχολεί συχνά τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα όπως και γενικότερα στον δυτικό κόσμο. Οι ανάγκες, οι επιθυμίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ιεραρχούνται στις πρώτες θέσεις της πολιτικής ατζέντας. Άλλωστε οι διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων 13 ετών, έχουν επηρεάσει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, αποκτά σημασία η εξέταση των αντιλήψεών τους.

Η ανάλυση που ακολουθεί χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στη στάση των νέων έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και των μνημονίων. Η δεύτερη διερευνά τις οικονομικές τους αντιλήψεις. Η τρίτη εξετάζει τις απόψεις τους για την πολιτική διαδικασία και τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Η τέταρτη περιγράφει και ερμηνεύει τις αντιλήψεις των νεότερων για τρεις μεγάλες κρίσεις: το μεταναστευτικό, την πανδημία και τον πόλεμο. Η τελευταία ενότητα συνοψίζει τα συμπεράσματα της μελέτης.

1. Ευρώπη & Μνημόνια

Oι νέοι στη μεγάλη τους πλειονότητα υποστηρίζουν τoν ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και κατ’ επέκταση τη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το 67,7% των πολιτών από 17 έως 24 και το 57% από 25 έως 39, αποτιμούν θετικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ. Επίσης, περισσότεροι από τους μισούς εκτιμούν ότι η “ΕΕ αποτελεί πρόοδο και είναι αναγκαία η παραμονή της Ελλάδας σε αυτήν“, έναντι της μειοψηφίας που πιστεύει ότι “έχει δομές και εκφράζει συμφέροντα που δεν εξυπηρετούν την Ελλάδα και η χώρα μας θα πρέπει να αποχωρήσει“. Ακόμη, σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις τον Μάρτιο του 2022, ισχυρή είναι η υποστήριξη για την παραμονή στην Ευρωζώνη. Το 78,8% των νέων από 17 έως 24 και το 69,4% από 25 έως 39 εκτιμά ότι πρέπει η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ.  

Ταυτόχρονα, όσοι νέοι υποστηρίζουν την παραμονή στο ευρώ απορρίπτοντας την επιστροφή στη δραχμή έχουν αυξηθεί σημαντικά συγκριτικά με την αντίστοιχη έρευνα του Ιανουαρίου 2018. Ειδικότερα, τόσο στην κατηγορία 17-24 όσο και σε εκείνη από 25 έως 39 έχει καταγραφεί ενίσχυση 16 και 17 μονάδων αντίστοιχα. H διεύρυνση της υποστήριξης οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Ένας εξ αυτών, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας,1 σχετίζεται με τη συναίνεση των πολιτικών ελίτ στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Ένας άλλος συνδέεται με την εκτίμηση των πολιτών για το πιθανό οικονομικό κόστος ή όφελος που θα προκύψει για τους ίδιους και τη χώρα τους από τη συμμετοχή στη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κάτι το οποίο προσδιορίζεται στη βάση τριών κριτηρίων:

  • των αντικειμενικών οικονομικών δεικτών (objective economic indicators) του ΑΕΠ, της ανεργίας και του πληθωρισμού,
  • της υποκειμενικής αξιολόγησης (subjective evaluation) των πολιτών για την κατάσταση της οικονομίας τόσο σε εθνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο και
  • των οικονομικών συνεπειών που απορρέουν από τις πολιτικές που συνεπάγεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση (π.χ. μνημόνια, Ταμείο Ανάκαμψης κλπ.).

Από αυτή τη θεωρητική σκοπιά, η ενίσχυση του ευρωπαϊσμού φαίνεται κατ’ αρχάς πως οφείλεται στη συναίνεση των βασικών πολιτικών δυνάμεων. Η οριστικοποίηση κατ’ ουσίαν της παραμονής στην Ευρωζώνη τον Αύγουστο του 2015 μέσω της ευρύτατης κοινοβουλευτικής στήριξης που έλαβε το τρίτο μνημόνιο έπαιξε ρόλο. Επίσης εξίσου σημαντικός παράγοντας υπήρξε η βελτίωση της οικονομίας σε σύγκριση τουλάχιστον με τη δεκαετία της βαθιάς ύφεσης. Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η σταδιακή υποχώρηση της ανεργίας -παρά τις σοβαρές αναταράξεις λόγω πανδημίας και πολέμου- συνέβαλαν πιθανώς στη θετικότερη αντιμετώπιση της ΕΕ από τους νεότερους.

Παράλληλα, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων προσαρμογής σε συνδυασμό με την εν μέρει διαφορετική επενδυτική και μεταρρυθμιστική λογική που διέπει το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, έχει πιθανώς διευκολύνει τη σταδιακή ανασύσταση μιας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στη νεότερη γενιά και την ΕΕ, συγκριτικά τουλάχιστον με τα χρόνια των μνημονίων. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι στο δημοψήφισμα του 2015 οι νεότεροι υποστήριξαν την επιλογή του “Όχι” σε πολύ υψηλότερα ποσοστά συγκριτικά με τους μεγαλύτερους. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Μetron Analysis2 που διεξήχθη την ημέρα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, υπέρ του “Όχι” είχε ταχθεί το 78% των πολιτών από 18 έως 34, έναντι του 62% όσων ήταν από 35 έως 54 και του 48% στους άνω των 55.

Δεδομένης πάντως της επίδρασης των μνημονίων στις αντιλήψεις των πολιτών, έχει σημασία η αξιολόγησή τους λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση του χρόνου. H στάση των νέων, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα της διαΝΕΟσις για το θέμα (Δεκέμβριος 2019), είναι μάλλον αμφίσημη. Από τη μία πλευρά, η μεγάλη πλειονότητα επιδεικνύει ρεαλισμό. Το 65,4% των πολιτών ηλικίας 17-24 ετών και το 52,2% από 25 έως 39, εκτιμούν ότι “τα μνημόνια που υπέγραψε η χώρα μας ήταν ‘αναγκαίο’ κακό λόγω της δυσμενούς οικονομικής της κατάστασης“. Επίσης τo 78,6% και το 87,1% αντίστοιχα αναγνωρίζουν, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας, ότι “με τα μνημόνια υποχρεωθήκαμε να κάνουμε μεταρρυθμίσεις που δεν θα κάναμε ποτέ από μόνοι μας“.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή, αξιολογούν αρνητικά την αποτελεσματικότητά τους. Ειδικότερα:

  • Το 74,7% των νέων 17-24 και το 79,2% από 25 έως 39, εκτιμούν, σε ευθυγράμμιση με τους μεγαλύτερους, ότι τα μνημόνια “δεν είχαν τελικά σημαντικά θετικά αποτελέσματα στην απόδοση της ελληνικής οικονομίας“.
  • Σχεδόν 8 στους 10 κρίνουν πως “έκαναν τελικά περισσότερο κακό παρά καλό στην ανάπτυξη της χώρας“.
  • Συναφώς οι νέοι εμφανίζονται διχασμένοι αναφορικά με τη συμβολή τους στην αποτροπή της άτακτης χρεοκοπίας και του Grexit. Το 46,8% στην ομάδα από 17 έως 24 και το 51,3% στην ομάδα 25-39, διαφωνούν με την άποψη ότι “βοήθησαν τη χώρα να αποφύγει την πτώχευση και την έξοδο από την ΕΕ, έναντι του 48,6% και του 46,9% αντίστοιχα που συμφωνεί. Αντίθετα, η πλειονότητα (άνω του 55%) στις μεγαλύτερες ηλικίες αναγνωρίζουν τη συμβολή των μνημονίων στην οικονομική επιβίωση της χώρας εντός ευρώ.
  • Διχασμένοι είναι επίσης αναφορικά με την ύπαρξη εναλλακτικής λύσης για την αντιμετώπιση της κρίσης. Από τη μία πλευρά, στην ομάδα 17-24 οι περισσότεροι (57,8%) διαφωνούν με την άποψη ότι “μπορούσαμε μόνοι μας -χωρίς μνημόνια- και με τις δικές μας δυνάμεις να ξεπεράσουμε την κρίση της χώρας, έναντι του 42,3% που συμφωνεί. Από την άλλη, οι περισσότεροι μεταξύ 25 και 39 ετών (57%) πιστεύουν ότι “μπορούσαμε μόνοι μας” συντονιζόμενοι έτσι με την άποψη των μεγαλύτερων σε ηλικία.
  • Με βάση τα παραπάνω πάντως, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η πλειονότητα των πολιτών ανεξαρτήτως ηλικίας, άνω του 70%, συμμερίζεται την άποψη ότι “τα μνημόνια ήταν εφεύρημα των Ευρωπαίων για να εκμεταλλευτούν τη χώρα μας“.

Πιθανότατα η στάση των νεότερων εξηγείται από την ένταση των συνεπειών της κρίσης και της λιτότητας. Στις συνθήκες αυτές, η προσωπική οικονομική κατάσταση κάθε πολίτη επηρεάζει, μεταξύ άλλων, την πρόσληψη της πολιτικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται πως παρά την τελική έκβαση της κρίσης 2009-2019, ο βαθμός εθνικής αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς συγκριτικά με το παρελθόν. Η πλειονότητα των νέων (όπως και της κοινωνίας συνολικά), αν και παραμένει φιλοευρωπαϊκή σε επίπεδο γενικού προσανατολισμού, διατηρεί κάτω από την επιφάνεια προβληματισμούς ευρωσκεπτικιστικής κατεύθυνσης. Από την οπτική αυτή, το γεγονός ότι η πανδημία δεν συνδυάστηκε με μια νέα παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει –μέχρι στιγμής τουλάχιστον– αποτρέψει την ανάδυση στο προσκήνιο ανάλογων φαινομένων. Επίσης μένει να φανεί εάν το Ταμείο Ανάκαμψης με την επενδυτική και ταυτόχρονα μεταρρυθμιστική λογική που το διέπει θα συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης. Πολύ περισσότερο δε, όταν οι γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του ρωσο-ουκρανικού πολέμου θέτουν την Ελλάδα και την Ευρώπη μπροστά σε νέου τύπου προκλήσεις, όπως η κρίση του πληθωρισμού και η γενικευμένη αβεβαιότητα.

2α. Οικονομία

Αναφορικά με τις οικονομικές αντιλήψεις των νέων, φαίνεται πως παρά τη βελτίωση της οικονομίας (συγκριτικά με την περασμένη δεκαετία), οι προσδοκίες δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά. Βάσει της έρευνας της διαΝΕΟσις για το 2022, περισσότεροι από τους μισούς, τόσο στην ομάδα 17-24 όσο και σε εκείνη των 25-39, εκτιμούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας αποτελεί τη “μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον των Ελλήνων, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους που δίνουν έμφαση στο δημογραφικό. Η απόκλιση στις προτεραιότητες με κριτήριο την ηλικία δείχνει αν μη τι άλλο ότι οι “πληγές” που άνοιξε η οικονομική κρίση στους νεότερους ήταν συγκριτικά βαθύτερες. Το 2021 άλλωστε η ανεργία στις ηλικίες 15-29, αν και μειούμενη, βρισκόταν, βάσει της ΕΛΣΤΑΤ, κοντά στο 30% (28,4%).3 Οι οικονομικές επιπτώσεις από τον κορωνοϊό σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό λόγω του πολέμου επηρεάζουν επίσης αρνητικά το οικονομικό περιβάλλον.

Όταν μάλιστα τα ερωτήματα αφορούν συγκεκριμένα στα προβλήματα των νέων, το ζήτημα της οικονομίας αναδεικνύεται με ένταση. Η συντριπτική πλειονότητα προσδιορίζει ως σημαντικότερες προκλήσεις την ανεργία, την έλλειψη ευκαιριών, τις χαμηλές αποδοχές και το αβέβαιο επαγγελματικό και ασφαλιστικό μέλλον. Για τον λόγο αυτό άλλωστε περίπου 7 στους 10 δηλώνουν πως “θα μετανάστευαν στο εξωτερικό εάν έβρισκαν δουλειά με καλύτερες αποδοχές και καλύτερες συνθήκες” (διαΝΕΟσις, Φεβρουάριος 2022). Είναι προφανές ότι η κρίση που προηγήθηκε (2009-2019) σε συνδυασμό με τις οικονομικές επιπτώσεις όσων ακολούθησαν από τις αρχές του 2020 και μετά, έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός δυσμενούς κλίματος που δεν έχει αντισταθμιστεί από τα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης.

 

Μοιραία οι νεότεροι προσδοκούν από την Πολιτεία να εστιάσει την προσοχή της στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Στο ερώτημα της διαΝΕΟσις (Φεβρουάριος 2022), τι θα θέλατε να κάνει το κράτος για εσάς;“, αθροιστικά περισσότεροι από τους μισούς προτάσσουν τη δημιουργία οικονομικών κινήτρων, επαγγελματικών ευκαιριών και τη χορήγηση κοινωνικών παροχών παρά την ενίσχυση της αξιοκρατίας ή την αναμόρφωση της παιδείας. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ αυτών που εστιάζουν στην οικονομία, η πλειονότητα προτιμά περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας (35,7%) παρά τη χορήγηση πάσης φύσεως επιδομάτων (6,3%).

 

Στο πλαίσιο αυτό έχουν σημασία οι αντιλήψεις των νέων για τις πολιτικές που είναι αναγκαίες για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Η πλειονότητα, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία, δείχνει να στρέφεται σε φιλελεύθερες κατευθύνσεις. Το 56,2% των πολιτών από 17 έως 24 και το 57,6% από 25 έως 39, πιστεύουν πως “το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά και δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας. Αντίθετα, η πλειοψηφία των πολιτών άνω των 55 ετών επιζητά “περισσότερο κράτος” εκτιμώντας πως “δεν επεμβαίνει αρκετά και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος“.

Ο φιλελεύθερος προσανατολισμός των νεότερων αποτυπώνεται και στο ζήτημα της φορολογίας. Πάνω από 6 στους 10 υποστηρίζουν ότι πρέπει “να είναι χαμηλή έστω και αν υπάρχει λιγότερη κρατική μέριμνα. Ταυτόχρονα, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, συμμερίζονται την άποψη ότι η αποκλιμάκωση της φορολογίας και ο περιορισμός της γραφειοκρατίας αποτελούν τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την τόνωση της ανάπτυξης. Συναφώς, οι περισσότεροι (άνω του 70%) έχουν θετική άποψη για την έννοια της ανταγωνιστικότητας.  

 

 

Ωστόσο, όταν καλούνται να τοποθετηθούν πιο συγκεκριμένα σε ζητήματα που αφορούν στις ατομικές επαγγελματικές τους επιδιώξεις, η προτίμησή τους σε φιλελεύθερες λύσεις είναι λιγότερο σαφής. Οι περισσότεροι δίνουν προτεραιότητα στην εργασιακή ασφάλεια. Το 50,7% όσων είναι από 17 έως 24 και το 50,3% από 25 έως 39 ετών, δηλώνουν πως θα προτιμούσαν “μια δουλειά που προσφέρει μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης αλλά σταθερότητα“, έναντι του 47,9% και του 46,3% αντίστοιχα που θα προτιμούσαν “μια δουλειά που προσφέρει μεγάλες αποδοχές και υψηλές προοπτικές εξέλιξης χωρίς όμως εργασιακή ασφάλεια“, προτίμηση που είναι επίσης πλειοψηφική τόσο στους φοιτητές (52,8%) όσο και τους ανέργους (64,3%). Ακόμη (αθροιστικά) οι περισσότεροι (άνω του 50%), αν είχαν δυνατότητα να επιλέξουν δουλειά, θα προτιμούσαν μια θέση μισθωτής απασχόλησης στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα παρά να ασχοληθούν με τις επιχειρήσεις ή κάποιο ελεύθερο επάγγελμα. Ευθυγραμμίζονται έτσι με την επικρατούσα άποψη και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι συγκριτικά με προηγούμενες έρευνες της διαΝΕΟσις, οι νέοι που θα προτιμούσαν μια θέση στο Δημόσιο έχουν αυξηθεί σημαντικά. Στην ομάδα από 17 έως 24 το σχετικό ποσοστό από 15,2% τον Δεκέμβριο του 2016 έφτασε στο 26,1% το 2019 και το 29,1% σήμερα. Αντιστοίχως, στην ομάδα 25-39, το ποσοστό από 21,4% τον Δεκέμβριο του 2016 έφτασε το 31,8% το 2019 και το 38,8% το 2022.

close menu