Έρευνες - Μελέτες

Deloitte: Στα 13,5 δισ. ευρώ η αξία του κλάδου στην Ελλάδα έως το 2030

Στα 13,5 δισ. € εκτιμάται ότι μπορεί να διαμορφωθεί η αξία του κλάδου της Ψηφιακής Τεχνολογίας στην Ελλάδα έως το 2030, σύμφωνα με μελέτη της Deloitte που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΣΕΠΕ). Ο κλάδος εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, την καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η άμεση συνεισφορά του κλάδου θα αντιστοιχεί περίπου στο 6% του εθνικού ΑΕΠ, ενώ οι έμμεσες και επαγόμενες επιπτώσεις στην οικονομία υπολογίζονται στα €27,8 δισ., αναδεικνύοντας τη στρατηγική σημασία της ψηφιακής οικονομίας για τη χώρα. Η έρευνα, με τίτλο «Ψηφιακή Ελλάδα 2025. Από τη Στρατηγική στην Υλοποίηση», εξετάζει την πρόοδο της Ελλάδας σε τέσσερις βασικούς άξονες: την ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού και δεξιοτήτων, την ενίσχυση της καινοτομίας και της έρευνας, την επιτάχυνση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και την ενδυνάμωση της εξωστρέφειας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ανθρώπινο κεφάλαιο, με τη μελέτη να υπογραμμίζει την ανάγκη για περισσότερους από 1.000 νέους αποφοίτους ετησίως έως το 2030, μέσω της δημιουργίας νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Παράλληλα, προτείνεται η ανάπτυξη τριών περιοχών στη χώρα ως hubs για ψηφιακούς νομάδες, με στόχο την προσέλκυση εξειδικευμένων επαγγελματιών και την ενίσχυση της διεθνούς ελκυστικότητας της Ελλάδας.

Στον τομέα της καινοτομίας, επισημαίνεται η ανάγκη αύξησης των επενδύσεων σε εξοπλισμό και υποδομές για εφαρμοσμένη έρευνα, ώστε οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη να φτάσουν το 3% του ΑΕΠ έως το 2030. Στόχος είναι, επίσης, η άνοδος της Ελλάδας κατά εννέα θέσεις στο European Innovation Scoreboard και η ένταξή της στην κατηγορία των «Strong Innovators». Η ψηφιακή διακυβέρνηση παραμένει κεντρική προτεραιότητα, με περισσότερες από 2.200 ψηφιακές υπηρεσίες να είναι ήδη διαθέσιμες μέσω του Gov.gr. Η μελέτη προτείνει την πλήρη ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και τη σύσταση Παρατηρητηρίου Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης για τη συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού.

Όσον αφορά την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα, προτείνεται η δημιουργία ισχυρού εθνικού brand σε τομείς όπου η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η υγεία, ο πολιτισμός και η βιωσιμότητα. Στα προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνονται, επίσης, η ανάπτυξη ψηφιακής πλατφόρμας προβολής των επιχειρήσεων του κλάδου, φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής και η αξιοποίηση δεδομένων από «έξυπνες» πόλεις. Η πρωτογενής έρευνα της Deloitte καταγράφει ως βασικές προκλήσεις τη γραφειοκρατία (48,9%), την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού (47,9%) και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού (43,2%). Παρά τα εμπόδια, το 84% των στελεχών δηλώνει ικανοποιημένο από την πρόοδο στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ενώ το 68% θεωρεί ότι ο κλάδος ΤΠΕ έχει σημειώσει ουσιαστική πρόοδο από το 2019 έως σήμερα

Τα σενάρια ανάπτυξης της ελληνικής αγοράς ΤΠΕ

Η ελληνική τεχνολογική βιομηχανία κινείται σε μια κρίσιμη καμπή, με προοπτικές που θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά το αποτύπωμά της στην οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι θα αρθούν συγκεκριμένα εμπόδια. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι έως το 2030 η αξία της αγοράς μπορεί να φτάσει τα 13,5 δισ. ευρώ, σχεδόν διπλασιάζοντας το μέγεθός της σε σύγκριση με το 2024, όταν ανερχόταν στα 7,7 δισ. ευρώ. Εφόσον αυτό το σενάριο υλοποιηθεί, η τεχνολογία αναμένεται να αποτελέσει βασικό μοχλό ανάπτυξης, συνεισφέροντας περίπου 6% στο πραγματικό ΑΕΠ της χώρας μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ενώ οι συνολικές έμμεσες και επαγόμενες επιδράσεις υπολογίζονται σε 27,8 δισ. ευρώ. Σε απόλυτους αριθμούς, η αγορά προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 5,8 δισ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει τον κομβικό ρόλο του ψηφιακού τομέα για την ελληνική οικονομία.

Όπως επισημάνθηκε στο Digital Economy Forum 2025 του ΣΕΠΕ, τα μεγέθη του κλάδου ξεπερνούν τις αρχικές προσδοκίες των προηγούμενων ετών και προσεγγίζουν πλέον τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ωστόσο, η επίτευξη του στόχου για το 2030 δεν θεωρείται δεδομένη. «Απαιτείται μετάβαση από την αδράνεια στην πράξη», υπογράμμισε ο Σωτήρης Μπατζιάς, εταίρος στο Strategy & Transactions της Deloitte, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης. Παρά τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί, η πορεία προς τα 13,5 δισ. ευρώ συνοδεύεται από σοβαρές προκλήσεις. Η ίδια η έρευνα αναδεικνύει τη γραφειοκρατία ως το σημαντικότερο εμπόδιο, με ποσοστό 48,9%, ενώ ακολουθούν η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (47,9%) και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού (43,2%).

Ποιες είναι οι δυσκολίες ανάπτυξης

Στον κατάλογο των δυσκολιών προστίθενται τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη (33,2%), η ανεπαρκής διασύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας (24,2%) και οι περιορισμένες πηγές χρηματοδότησης (20,5%). Παράλληλα, η φυγή επιστημονικού δυναμικού, το μη ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, οι ελλείψεις στις ψηφιακές υποδομές και η χαμηλή εσωτερική ζήτηση επιβαρύνουν το συνολικό πλαίσιο. Κεντρικό ρόλο στην αναπτυξιακή προσπάθεια διαδραματίζει ο ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου. Σύμφωνα με τις επιχειρήσεις του κλάδου, το 34% χαρακτηρίζει τον ρυθμό υλοποίησης των σχετικών δράσεων ως «σχετικά γρήγορο», ενώ μόλις το 2% τον θεωρεί «πολύ γρήγορο». Αντίθετα, το 37% εκτιμά ότι οι διαδικασίες κινούνται με αργούς ρυθμούς, ενώ ένα 27% τις τοποθετεί σε μια ενδιάμεση ταχύτητα.

Η αβεβαιότητα για το μέλλον παραμένει έντονη. Περίπου 6 στις 10 εταιρείες δηλώνουν επιφυλακτικά αισιόδοξες για την εξέλιξη του κλάδου, την ώρα που ένα 12% εκφράζει ανοιχτά ανησυχία. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το ζήτημα της συντήρησης των πληροφοριακών συστημάτων του Δημοσίου, το οποίο θεωρείται κρίσιμο για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων. Ενδεικτικό είναι ότι μόλις το 3,7% των επιχειρήσεων θεωρεί πως υπάρχει επαρκής και προγραμματισμένη χρηματοδότηση για τη μακροπρόθεσμη συντήρηση των έργων. Αντίθετα, το 23% μιλά για ανεπαρκείς πόρους, το 22% για έλλειψη κονδυλίων συνέχισης της λειτουργίας, ενώ καταγράφονται και ποσοστά που αναφέρονται σε περιορισμένη πρόβλεψη (10,5%) ή απουσία σταθερής πολιτικής (4,1%)

Το ανθρώπινο δυναμικό είναι πλέον πάγιο πρόβλημα

Οι βασικοί λόγοι που απειλούν τη βιωσιμότητα των συστημάτων σχετίζονται με την ανεπαρκή πρόβλεψη για ανανέωση εξοπλισμού, το υψηλό λειτουργικό κόστος, τη γρήγορη απαξίωση τεχνολογικών λύσεων και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Χωρίς αντιμετώπιση αυτών των παραμέτρων, η αναπτυξιακή δυναμική ενδέχεται να επιβραδυνθεί. Παρά τις δυσκολίες, η αποτίμηση της τελευταίας πενταετίας είναι σε μεγάλο βαθμό θετική. Το 68% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος, το 27% κάνει λόγο για μέτρια βελτίωση, ενώ μόλις το 6% εκτιμά ότι η πρόοδος ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη. Για να επιτευχθεί ο στόχος του διπλασιασμού της αγοράς, η μελέτη υπογραμμίζει ως καθοριστικό παράγοντα την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Απαιτείται η προσθήκη άνω των 1.000 νέων αποφοίτων ΤΠΕ κάθε χρόνο, μέσω σύγχρονων και αναβαθμισμένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Ταυτόχρονα, δίνεται έμφαση στην προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, με τη δημιουργία τριών εξειδικευμένων hubs σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας, εξοπλισμένων με ποιοτικές υποδομές, αγγλόφωνα σχολεία και σύγχρονες υπηρεσίες υγείας.

TAGS:

close menu