του Ηλία Κούκουτσα.
Το πρόβλημα που ξεκίνησε από τα κλειστά εργαστήρια των παγκόσμιων κολοσσών της πληροφορικής έχει μεταφερθεί πλέον με σφοδρότητα στον τομέα των δημόσιων προμηθειών και των εταιρικών συμβάσεων. Η αιτία της έλλειψης είναι δομική και τεχνική: οι τρεις κυρίαρχοι κατασκευαστές μνήμης —Samsung, SK Hynix και Micron— έχουν μετατοπίσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής τους ικανότητας από την παραδοσιακή DDR5 DRAM στην εξειδικευμένη HBM (High Bandwidth Memory).
Επειδή η παραγωγή της HBM είναι τεχνικά πιο απαιτητική και απαιτεί τη διαδικασία της τρισδιάστατης στοίβαξης των chips (stacking), δεσμεύει δυσανάλογα μεγάλο χρόνο από τις γραμμές παραγωγής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η «κοινή» μνήμη που απαιτείται για τους σταθμούς εργασίας, τα laptops και τους servers του δημοσίου να παράγεται σε πολύ μικρότερες ποσότητες, δημιουργώντας ένα τεχνητό έλλειμμα που εκτοξεύει τις τιμές διεθνώς.
Το έμφραγμα στις δημόσιες συμβάσεις
Αυτή η τεχνική μετατόπιση έχει προκαλέσει πραγματικό έμφραγμα στις δημόσιες συμβάσεις. Πολλοί διαγωνισμοί που προκηρύχθηκαν το 2025 ή ακόμα και το 2024, βασίστηκαν σε προϋπολογισμούς και τιμές αγοράς που σήμερα θεωρούνται παρωχημένες. Με την τιμή των modules μνήμης να σημειώνει άνοδο άνω του 60% σε ορισμένες κατηγορίες (και να φτάνει ακόμα και το 300% σε ορισμένες υποκατηγορίες), οι προμηθευτές που έχουν υπογράψει συμβάσεις με σταθερό τίμημα βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο.
Η απόκλιση μεταξύ της τιμής προσφοράς και της τρέχουσας τιμής αγοράς καθιστά την παράδοση του εξοπλισμού ζημιογόνα για τις ανάδοχες εταιρείες. Το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο μικρούς προμηθευτές, αλλά επηρεάζει ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, από τους εισαγωγείς μέχρι τους τελικούς integrator που υλοποιούν μεγάλα ψηφιακά έργα.
Οι σκοτεινές προβλέψεις για το 2026
Για το 2026, οι προβλέψεις των κατασκευαστών δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Η SK Hynix και η Samsung έχουν ήδη ανακοινώσει ότι η παραγωγή HBM θα αυξηθεί κατά 100% έως 150% το 2026, γεγονός που σημαίνει ότι η παραγωγή απλής DRAM θα παραμείνει στο περιθώριο. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η αγορά θα παραμείνει «ελλειμματική» καθ’ όλη τη διάρκεια της επόμενης χρονιάς, προμηνύοντας μια περίοδο όπου τα παραδοτέα των δημόσιων έργων θα βρεθούν «στον αέρα».
Οι εταιρείες παραγωγής έχουν ήδη «κλειδώσει» το capacity τους για την AI, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ελιγμών για την παραγωγή μνημών που προορίζονται για τον παραδοσιακό εξοπλισμό γραφείου.
Κίνδυνοι ακυρώσεων και τεχνικών υποχωρήσεων
Οι συνέπειες αυτής της αναταραχής είναι πλέον ορατές και πολυεπίπεδες. Πρώτον, υφίσταται ο άμεσος κίνδυνος ακυρώσεων. Εταιρείες που κέρδισαν διαγωνισμούς εκατομμυρίων βρίσκονται προ του διλήμματος να εκτελέσουν το έργο με τεράστια οικονομική ζημία ή να κηρυχθούν έκπτωτες, αναλαμβάνοντας το κόστος των ρητρών.
Δεύτερον, το δημόσιο αναγκάζεται να εξετάσει νομικές φόρμουλες για την αναπροσαρμογή των τιμών σε εν εξελίξει συμβάσεις. Αν δεν υπάρξει πρόνοια για αναθεώρηση του κόστους, κρίσιμα έργα ψηφιακού μετασχηματισμού και υποδομών ΕΣΠΑ κινδυνεύουν να μείνουν ημιτελή. Τέλος, παρατηρείται μια τάση για τεχνικές υποχωρήσεις. Προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος, εξετάζεται η υποβάθμιση των προδιαγραφών —όπως η χρήση λιγότερης μνήμης ή υποδεέστερων SSDs— γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την αποδοτικότητα και τη μακροζωία των συστημάτων που αγοράζονται με δημόσιο χρήμα.